- ἐνθρυμματίς
- ἐνθρυμματίςsopfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθρυμματίς — ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) [θρυμματίς] είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον … Dictionary of Greek
ἐνθρυμματίδων — ἐνθρυμματίς sop fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)